Οι μεταβολές όγκου που υφίσταται το
σκυρόδεμα λόγω συστολής οφειλόμενης σε ξήρανση ή ενυδάτωση είναι εξαιρετικά
σημαντικές, διότι στην πράξη οι παραμορφώσεις αυτές συνήθως παρεμποδίζονται σε
μικρό ή μεγάλο βαθμό, με συνέπεια την δημιουργία τάσεων, πέραν εκείνων που
αναπτύσσονται λόγω εξωτερικών φορτίσεων. Ο βασικός κίνδυνος βεβαίως για το
σκυρόδεμα είναι η δημιουργία εφελκυστικών τάσεων, δεδομένου ότι το υλικό αυτό
είναι πολύ «αδύνατο» απέναντι στον εφελκυσμό και επιδεκτικό ρηγματώσεων. Οι
ρωγμές πρέπει να αποφεύγονται ή να ελαχιστοποιούνται, με τη λήψη κατάλληλων
μέτρων, διότι υπονομεύουν την αντοχή και την ανθεκτικότητα του υλικού, ενώ
επιπλέον είναι ανεπιθύμητες από αισθητικής απόψεως.
Η βασική ιδέα για
το ξεκίνημα της παρούσης εργασίας ήταν η εξέταση της
δυνατότητας παραγωγής «αυτοσυντηρούμενου» σκυροδέματος,
μικρού λόγου Ν/Τ, χρησιμοποιώντας έναν τύπο υδρόφιλου
πολυμερούς με υψηλή υδροαπορροφητικότητα, που θα είχε
ευνοϊκά αποτελέσματα ως προς την αυτογενή συστολή
(συστολή λόγω αυτοξήρανσης) του τσιμεντοπολτού. Για τον
σκοπό αυτό διεξήχθησαν μετρήσεις της αυτογενούς συστολής
μιγμάτων τσιμεντοπολτού με διάφορα ποσοστά του
συγκεκριμένου πολυμερούς.
Επειδή τα
αποτελέσματα των πρώτων δοκιμών με το πολυμερές δεν
φάνηκαν ιδιαίτερα υποσχόμενα ως προς την μείωση της
αυτογενούς συστολής, το ενδιαφέρον μας στράφηκε στην
εξέταση άλλων παραγόντων που επηρεάζουν την συστολή,
όπως είναι ο λόγος Ν/Τ και ο τύπος του τσιμέντου.
Εφαρμόστηκαν, διερευνήθηκαν και συγκρίθηκαν 4 μέθοδοι
μέτρησης της αυτογενούς συστολής, η ακρίβεια των οποίων
σχολιάζεται στο κείμενο. Επίσης, πέραν της αυτογενούς
συστολής, η εργασία επεκτάθηκε στην μέτρηση της χημικής
συστολής και της συστολής ξήρανσης μιγμάτων
τσιμεντοπολτού, με κατάλληλες μεθόδους μετρήσεως.
Όλες οι μέθοδοι
μέτρησης της συστολής περιγράφονται αναλυτικά και
σχολιάζονται επoικοδομητικά, ώστε να αποτελέσουν μια
βάση για περαιτέρω έρευνα.