Μια βασική παράμετρος για τη
διαστασιολόγηση και τον έλεγχο νέων και υφισταμένων κατασκευών με χρήση
κλασσικών μεθόδων ανάλυσης, είναι ο δείκτης συμπεριφοράς q. Ο δείκτης
συμπεριφοράς εισάγει την μείωση των σεισμικών επιταχύνσεων λόγω μετελαστικής
συμπεριφοράς, σε σχέση με τις επιταχύνσεις που προκύπτουν υπολογιστικά σε
απεριόριστα ελαστικό σύστημα. Οι τιμές του δείκτη συμπεριφοράς για νέες
κατασκευές προσδιορίζονται ανάλογα με το υλικό και το δομικό σύστημα από τους
ισχύοντες αντισεισμικούς κανονισμούς. Αντικείμενο ωστόσο προβληματισμού αποτελεί
η τιμή του σε υφιστάμενες κατασκευές, αλλά και σε νέες, που δεν πληρούν τους
απαιτούμενους κατασκευαστικούς κανόνες ή γενικότερα σε αυτές που δεν είναι
δυνατός ο σχηματισμός αξιόπιστου μηχανισμού διαρροής με την δημιουργία ικανού
αριθμού πλαστικών αρθρώσεων.
Στην παρούσα
εργασία γίνεται μια εισαγωγή στην ανελαστική στατική
μέθοδο push-over, με την οποία υπολογίζεται ο δείκτης
συμπεριφοράς σε επτά μεταλλικά πλαίσια σε σχέση με την
κατακόρυφη φόρτιση και τη μεταβολή των κριτηρίων
αστοχίας. Σε κάθε ένα από αυτά, ελέγχεται η «ικανότητα»
τους έναντι των σεισμικών απαιτήσεων που προσδιορίζονται
από το σεισμικό φάσμα του Ελληνικού Αντισεισμικού
Κανονισμού, με την χρήση της Μεθόδου Φάσματος Ικανότητας
(Capacity Spectrum Method) του ATC 40. Από την εφαρμογή
των μεθόδων αυτών λαμβάνονται χρήσιμα συμπεράσματα για
τον συντελεστή συμπεριφοράς αλλά και για την μεταβολή
της «ικανότητας» των κατασκευών ανά περίπτωση.
Οι παράμετροι
που απαιτούνται για την προσομοίωση των πλαισίων, όπως
οι ιδιότητες των πλαστικών αρθρώσεων, ο τρόπος φόρτισης,
η διαδικασία της προσομοίωσης και το θεωρητικό υπόβαθρο
των μεθόδων, παρουσιάζονται σε σχετικά κεφάλαια.
Τέλος στην παρούσα
εργασία παρατίθεται μια εφαρμογή στατικής ανελαστικής
ανάλυσής με χρήση της μεθόδου «βήμα προς βήμα» και
γίνεται σύγκριση αυτής με τα αποτελέσματα που
διεξάγονται από αναλύσεις με πεπερασμένα στοιχεία.