Ο κύριος στόχος του
αντισεισμικού σχεδιασμού είναι η δημιουργία κατασκευών
με ικανοποιητική συμπεριφορά έναντι ενός σεισμικού
γεγονότος. Έτσι οι διατάξεις των ισχυόντων κανονισμών
στοχεύουν στο να προσδώσουν την επιθυμητή αυτή
συμπεριφορά κατά την διάρκεια ζωής του έργου. Παρόλο που
η πλειοψηφία των κατασκευών καλύπτεται επαρκώς από τους
υπάρχοντες κανονισμούς, εντούτοις υπάρχουν περιπτώσεις
κατασκευών καλούμενες ως ''σύνθετες'' κατασκευές που η
συμπεριφορά τους δεν μπορεί να καλυφθεί από τις κοινές
κανονιστικές διατάξεις.
Τέτοιες περιπτώσεις
αποτελούν οι κατασκευές με σχετικά μεγάλες διατάξεις
κάτοψης ή με γεωμετρική διάταξη των κατακόρυφων
στοιχείων τους, τέτοια που δεν μπορεί να οδηγήσει σε
σαφή διάκριση των κύριων αξόνων ακαμψίας. Η σεισμική
συμπεριφορά τέτοιων κατασκευών δεν μπορεί εύκολα να
υπολογιστεί.
Στην εργασία
αυτή παρουσιάζεται η διερεύνηση που επικεντρώνεται στην
βελτίωση και κατανόηση της συμπεριφοράς του τύπου των
κατασκευών καλούμενων ως σύνθετων. Η μέθοδος για τον
καθορισμό της αντισεισμικής τους συμπεριφοράς που
προτείνεται λαμβάνει υπόψη την δυσμενή διεύθυνση
επιβολής της σεισμικής διέγερσης.
Προκειμένου να
διερευνηθεί η αποτελεσματικότητα της προτεινόμενης
μεθόδου που θεωρεί τη δυσμενέστερη γωνία επιβολής της
σεισμικής δύναμης, έγινε μια σειρά αναλύσεων.
Η παραμετρική
διερεύνηση παρουσιάζεται για περιπτώσεις με διαφορετικές
κατόψεις και διαφορετική διάταξη των φερόντων στοιχείων
τους. Η σύγκρισή της συμπεριφοράς έναντι του σεισμού
αναφέρεται στις περιπτώσεις με κοινή κάτοψη, με
διαφορετική όμως τοποθέτηση των κατακόρυφων στοιχείων
προκειμένου να γίνει εμφανής η επιρροή της στο καθορισμό
της δυσμενέστερης διεύθυνσης επιβολής της σεισμικής
δύναμης.