Σκοπός αυτής της εργασίας είναι
η διερεύνηση της σεισμική συμπεριφοράς κατασκευών που
έχουν ενισχυθεί με ινωπλισμένα πολυμερή.
Στο πλαίσιο αυτό εξετάζονται τρεις παραλλαγές ενός
πενταόροφου κτιρίου κατασκευασμένου στο τέλος της
δεκαετίας του 70. Η διαστασιολόγηση των αρχικών κτιρίων
γίνεται σύμφωνα με το παλαιό Ελληνικό Κανονισμό
Σκυροδέματος και τον Αντισεισμικό Κανονισμό του 1959.
Κάθε κτίριο θεωρείται ότι ενισχύεται με δυο
διαφορετικούς τύπους ινωπλισμένων πολυμερών (με ίνες
άνθρακα ή ύαλου). Για κάθε τύπο ΙΩΠ εξετάζονται τέσσερις
περιπτώσεις ενίσχυσης (1, 2, 3 ή 6 στρώσεις σύνθετων
υλικών). Τα κτίρια πριν και μετά την ενίσχυση τους
επιλύονται με τη μέθοδο της ανελαστικής στατικής
ανάλυσης (Pushover), λαμβάνοντας υπόψη τις λεπτομέρειες
όπλισης δοκών και υποστυλωμάτων. Εν συνεχεία
υπολογίζονται οι διατιθέμενες μετακινήσεις σύμφωνα με τα
κριτήρια αστοχίας και τα σημεία επιτελεστικότητας
σύμφωνα με τον ATC40. Για τον υπολογισμό των σημείων
επιτελεστικότητας χρησιμοποιείται το φάσμα που προβλέπει
ο ΕΑΚ2000.
Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων των τριών κτιρίων, με
βάση τις μέσες τιμές των αντοχών των μελών, προκύπτει
ότι κρίσιμο κριτήριο αστοχίας για τις περιπτώσεις
ενίσχυσης με δυο ή περισσότερες στρώσεις ΙΩΠ, είναι η
υπέρβαση της σχετικής μετακίνησης των ορόφων. Η
αντιμετώπιση αυτής της μορφής αστοχίας είναι δυνατή μόνο
μέσω αύξησης της δυσκαμψίας του κτιρίου.
Συνοπτικά αποτελέσματα στην περίπτωση τιμών σχεδιασμού
υποδεικνύουν ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και
άλλες μορφές αστοχίας όπως η εξάντληση του ορίου
πλαστικής στροφής των υποστυλωμάτων.