Περιορισμοί στο
εύρος της βάσης δεδομένων για τους σεισμούς οδηγούν σε
βαθμονόμηση τους έτσι ώστε να λάβουμε σεισμογραφήματα
ποικίλων εντάσεων με σκοπό να τα χρησιμοποιήσουμε στο
σχεδιασμό και την αποτίμηση των κατασκευών. Στην
κοινότητα της αντισεισμικής μηχανικής τα αποδεκτά όρια
αυτής της βαθμονόμησης κυμαίνονται από ένα μέχρι δέκα ή
παραπάνω. Όσοι αντιδρούν στην ιδέα της βαθμονόμησης
βασίζονται στην εγγενή αβεβαιότητα που υπάρχει στις
διαφορές των εδαφικών χαρακτηριστικών των εκάστοτε
σεισμών και την επιρροή που αυτά έχουν στην απόκριση των
κατασκευών. Από την άλλη πλευρά οι υποστηρικτές της
βαθμονόμησης έχουν αποδείξει ότι αυτή η διαδικασία είναι
χρήσιμη για τον στατιστικό υπολογισμό της απόκρισης για
σεισμούς κοντινού πεδίου συγκεκριμένου μεγέθους. Οι
έρευνές τους όμως δεν έχουν εξετάσει πρόσφατες ανάγκες
για βαθμονόμηση και όλο το εύρος των χαρακτηριστικών των
σεισμών.
Σε αυτή την εργασία
επιχειρείται μια διερεύνηση της επιρροής της κλιμάκωσης
στη μη γραμμική δυναμική απόκριση ενός μεταλλικού
πλαισίου εννέα ορόφων. Επιλέγονται είκοσι τυχαίοι
σεισμοί οι οποίοι και κλιμακώνονται σε διάφορα επίπεδα
έντασης και για κάθε επιλεγμένο επίπεδο έντασης
βρίσκονται οι αντίστοιχοι φυσικοί σεισμοί. Εξετάζεται αν
η βαθμονόμηση των σεισμών εισάγει ‘στατιστική
προκατάληψη’ στην αναμενόμενη μη γραμμική απόκριση του
δεδομένου κτηρίου. Η ‘στατιστική προκατάληψη’
ποσοτικοποιείται ως ρυθμός της απόκρισης των σεισμών που
από τη φύση τους έχουν την ίδια φασματική επιτάχυνση με
αυτή που έχουν οι τυχαίοι έπειτα από βαθμονόμηση. Τα
αποτελέσματα δείχνουν ότι η βαθμονόμηση εισάγει διαφορά
στην απόκριση από ένα επίπεδο έντασης κι έπειτα το οποίο
είναι 0.22g όπως επίσης και ‘στατιστική προκατάληψη’ η
οποία στο μεγαλύτερο μέρος οφείλεται στις διαφορές των
εδαφικών χαρακτηριστικών των σεισμών και τον εν γένει
περιορισμένο αριθμό τους.