Η ικανότητα
του σκυροδέματος να παραλαμβάνει εφελκυστικές τάσεις γενικά
αμελείται στις συνήθεις κατασκευές ωστόσο η εφελκυστική αντοχή
του σκυροδέματος είναι ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας στον
σχεδιασμό έργων όπως πάσης φύσεως οδοστρώματα, αεροδρομίων,
λιμένων, βιομηχανικών δαπέδων κ.α. Σε τέτοιου είδους κατασκευές
η πιθανότερη αιτία αστοχίας είναι κάποιου είδους εφελκυστική
καταπόνηση κυρίως από κόπωση.
Η μέτρηση
της εφελκυστικής αντοχής του σκυροδέματος απαιτεί ειδικό
εξοπλισμό και είναι πιο δυσχερής γενικά σε σχέση με τη μέτρηση
της θλιπτικής αντοχής.
Παρόλο που η
δοκιμή του μονοαξονικού εφελκυσμού δίνει πιο ορθά αποτελέσματα,
από μηχανικής άποψης, σε σχέση με τη δοκιμή σε κάμψη δεν έχει
διαδοθεί ευρέως καθώς ενέχει ιδιαίτερες δυσκολίες στην διεξαγωγή
της. Για αυτόν τον λόγο έχει περιορισθεί σε χρήση κυρίως σε
ερευνητικό επίπεδο. Αντίθετα η δοκιμή σε κάμψη είναι σαφώς
ευκολότερη στην διεξαγωγή της και έχει τυποποιηθεί σε διάφορους
κανονισμούς. Επίσης προσομοιάζει καλύτερα τις πραγματικές
συνθήκες καταπόνησης των κατασκευών που αναφέραμε παραπάνω.
Στόχος αυτής
της διπλωματικής εργασίας είναι ο πειραματικός προσδιορισμός της
σχέσης μεταξύ της θλιπτικής αντοχής και της αντοχής σε κάμψη.
Για τον
σκοπό αυτό η εργασία χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος
υπάρχει το θεωρητικό υπόβαθρο, όπου εξετάζονται οι βασικές αρχές
που διέπουν το άοπλο σκυρόδεμα, οι διάφορες μέθοδοι
προσδιορισμού της θλιπτικής και της εφελκυστικής αντοχής του και
παρουσιάζεται ανασκόπηση δημοσιεύσεων, που εντοπίστηκαν από
βιβλιογραφική έρευνα, για την συσχέτιση των αντοχών μεταξύ
τους. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται η ερευνητική -
πειραματική διαδικασία, η επεξεργασία των αποτελεσμάτων, η
σύγκριση με τα αποτελέσματα άλλων ερευνητών και τα συμπεράσματα
που προέκυψαν από αυτήν.