Οι σεισμοί κοντά στην περιοχή
ενός ρήγματος εμφανίζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το
μηχανικό, αφού συχνά επιβάλλουν μεγάλες ανελαστικές
απαιτήσεις στις κατασκευές. Εντός της ζώνης κοντινού
πεδίου οι εδαφικές κινήσεις επηρεάζονται από το
μηχανισμό διάρρηξης και τα φαινόμενα κατευθυντικότητας.
Στην εργασία αυτή γίνεται μια διερεύνηση της επιρροής
των παλμών κατευθυντικότητας σεισμών κοντινού πεδίου
στην ανελαστική συμπεριφορά μιας καμπύλης γέφυρας από
Ω.Σ. Επιλέγεται ένα δείγμα 90 σεισμικών καταγραφών
κοντινού πεδίου, από τις οποίες 55 έχουν ταξινομηθεί ως
παλμικές από τον Baker (2007), ενώ οι 35 είναι
καταγραφές του Ευρωπαϊκού και ευρύτερου Ανατολικού
χώρου, στις οποίες διαπιστώθηκε η ύπαρξη τουλάχιστον
ενός παλμού. Από κάθε σεισμική καταγραφή εξάγονται οι
πρώτοι 6 παλμοί ταχύτητας με βάση τη μεθοδολογία των
Mimoglou et al (2014), όπου η μαθηματική τους παράσταση
γίνεται με χρήση του κυματιδίου των Mavroeidis and
Papageorgiou (2003) και οι περίοδοί τους προκύπτουν από
την αιχμή του φάσματος συνέλιξης SdxSv
(ξ=5%). Με υπέρθεση των Ν πρώτων παλμών δημιουργούνται
για κάθε καταγραφή 6 τεχνητά επιταχυνσιογραφήματα ως
αθροίσματα των πρώτων παλμών.
Στη συνέχεια, ελέγχεται η
επιρροή των παλμών στη συμπεριφορά μιας πραγματικής
κατασκευής. Ως κατασκευή μελέτης επιλέγεται η Γέφυρα Γ7
(Μέτσοβο-Παναγιά) της Εγνατίας Οδού η οποία
προσομοιώνεται στο λογισμικό Opensees. Μέσω μη γραμμικής
στατικής ανάλυσης παράγεται η καμπύλη ικανότητας στη
διαμήκη διεύθυνση της κατασκευής και μετασχηματίζεται σε
φάσμα ικανότητας ADRS ενός ισοδύναμου συστήματος μιας
ελευθερίας κίνησης (ΣΜΕΚ), το οποίο φέρεται σε
εξιδανικευμένη ελαστική-πλήρως πλαστική μορφή. Με βάση
την επιτάχυνση διαρροής (αy) και την περίοδο
του ισοδύναμου μονοβαθμίου συστήματος (Τ*) οι καταγραφές
κλιμακώνονται για 3 στάθμες έντασης, ώστε για τις
αρχικές καταγραφές να αναπτύσσονται τιμές συντελεστή
συμπεριφοράς q=2, q=3 και q=4. Οι κλιμακώσεις
πραγματοποιούνται με χρήση του ελαστικού φάσματος
επιταχύνσεων των καταγραφών για απόσβεση ξ=5% για την
περίοδο του ισοδύναμου ΣΜΕΚ. Η κατασκευή υποβάλλεται σε
μη-γραμμικές αναλύσεις χρονοϊστορίας φόρτισης για τις
αρχικές καταγραφές και τα αθροίσματα των Ν πρώτων παλμών
για τις 3 κλιμακώσεις. Εντοπίζονται οι συχνοτικές
περιοχές στις οποίες συναντώνται τα μέγιστα μεγέθη
απόκρισης της κατασκευής και έπειτα συγκρίνονται τα
αποτελέσματα των αρχικών καταγραφών με εκείνα των
αθροισμάτων των Ν πρώτων παλμών. Η σύγκριση γίνεται
υπολογίζοντας τα σφάλματα διαφόρων μεγεθών γενικής και
τοπικής απόκρισης για τις πραγματικές καταγραφές και τα
αθροίσματα των παλμών. Δίνονται παρατηρήσεις όσον αφορά
το πρόσημο και την τιμή των σφαλμάτων σε σχέση με το
λόγο T*/Tp1, όπου Tp1 η περίοδος
του πρώτου παλμού ταχύτητας. Υπολογίζονται οι κινητοί
μέσοι των σφαλμάτων και εντοπίζεται το πλήθος των παλμών
που επαρκούν για τη διατήρηση του μέσου σφάλματος εντός
ενός αποδεκτού ορίου 25%.