H σεισμική κίνηση στην επιφάνεια
του εδάφους αναπαρίσταται από το ελαστικό φάσμα
απόκρισης. Όμως οι φορείς έχουν στην πραγματικότητα την
ικανότητα να ανθίστανται στις σεισμικές δράσεις, στη μη
γραμμική περιοχή. Προκειμένου λοιπόν να αποφευχθεί η
εκτέλεση μίας απόλυτα ανελαστικής ανάλυσης στον
σχεδιασμό, η ικανότητα της κατασκευής να απορροφά
ενέργεια μέσω της πλάστιμης συμπεριφοράς των μελών της
λαμβάνεται υπόψη με την εκτέλεση μίας ελαστικής ανάλυσης
υπό σεισμικό φορτίο μειωμένο μέσω του συντελεστή
συμπεριφοράς. Για τα συνήθη είδη συστημάτων ανάληψης
οριζοντίων φορτίων, οι αντισεισμικοί κανονισμοί
προτείνουν και τον ανάλογο συντελεστή συμπεριφοράς. Για
νέα ή η συνήθη συστήματα, όπου υπάρχει έλλειψη δεδομένων
και εμπειρίας από πραγματικές σεισμικές συνθήκες, η
επιλογή του συντελεστή συμπεριφοράς καθορίζει σε μεγάλο
βαθμό το σχεδιασμό, όμως παρά τη σπουδαιότητά της, δεν
υπόκειται σε κανόνες στις περισσότερες χώρες, εισάγοντας
σημαντικές αβεβαιότητες.
Στους Αμερικάνικους Κανονισμούς,
η εκτίμηση των συντελεστών συμπεριφοράς διέπεται από τις
οδηγίες FEMAP695. Σε μία προσπάθεια εισαγωγής μίας
αντίστοιχης μεθοδολογίας για τον Ευρωκώδικα 8,
εξετάζεται και αξιολογείται η τιμή συντελεστή
συμπεριφοράς που προτείνει o Eυρωκώδικας για κτίρια με
κεντρικούς χιαστί συνδέσμους δυσκαμψίας. Σχεδιάζονται
τρία μεταλλικά κτίρια τριών, έξι και δώδεκα ορόφων με
χαμηλή, μέση και υψηλή ιδιοπερίοδο αντίστοιχα και
διαστασιολογούνται με βάση τις διατάξεις του Ευρωκώδικα
8. Ακολούθως, πραγματοποιούνται μη γραμμικές αναλύσεις
βάσει των οποίων, αποτιμάται η τιμή του συντελεστή
συμπεριφοράς που χρησιμοποιήθηκε στο σχεδιασμό και
εκτιμάται μέσω καταλλήλων σχέσεων η πραγματική τιμή του.
Η αξιολόγηση συμπληρώνεται με την αποτίμηση της
συμπεριφοράς των κτιρίων κάνοντας χρήση εναλλακτικών
μεθοδολογιών ως προς το μέτρο έντασης, την εκτίμηση της
αβεβαιότητας και τη χρήση καμπυλών σεισμικής
επικινδυνότητας και εκτιμάται τελικώς το κατά πόσο έγινε
ένας σχεδιασμός που να ικανοποιεί την απαίτηση για
ασφάλεια έναντι κατάρρευσης.