Το σεισμικό φορτίο σχεδιασμού
είναι καθοριστικό για την κατάλληλη διαστασιολόγηση των
φερόντων στοιχείων ενός δομήματος που θα οδηγήσει στην
ασφαλή απόσβεση της εισαγόμενης κινητικής ενέργειας λόγω
σεισμού μέσω ελεγχόμενων βλαβών και μετελαστικών
παραμορφώσεων. Επομένως, κρίνεται αναγκαίο να υπάρχει
όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια στον υπολογισμό των
παραμέτρων που σχετίζονται με την οριζόντια δύναμη του
σεισμού κατά τον σχεδιασμό. Στην παρούσα εργασία το
ενδιαφέρον εστιάζεται στην επιτάχυνση Sd(T) του
ελαστικού φάσματος η οποία, σύμφωνα με τον EC8 εξαρτάται
από την τιμή της ιδιοπεριόδου Τ της κατασκευής και από
την κατηγορία του εδάφους (Α, Β, C, D και Ε). Είναι
αδιαμφισβήτητο ότι η ύπαρξη κάποιων μέτρων «μαλακού»
εδάφους πάνω σε βραχώδες υπόβαθρο, επιδρά στην σεισμική
κίνηση του εδάφους και πολλές φορές επιφέρει ενισχυμένες
τιμές ταλαντώσεων στην επιφάνεια, σε σχέση με την
περίπτωση που σε όλο το εδαφικό προφίλ μιας περιοχής
υπάρχει μόνο βράχος. Ο EC8 μέσω των κατηγοριοποιήσεων
του εδάφους αντιμετωπίζει το παραπάνω φαινόμενο. Ωστόσο,
υπάρχουν περιπτώσεις όπου η διεπιφάνεια βράχου-μαλακού
εδάφους δεν είναι οριζόντια με αποτέλεσμα να
δημιουργείται μια λεκάνη εδαφικών αποθέσεων κάτι που δεν
λαμβάνεται υπόψη από τους κανονισμούς, και έχει ως
αποτέλεσμα διαφορετικές αποκρίσεις από τις αναμενόμενες
στην επιφάνεια του εδάφους. Σκοπός της παρούσας εργασίας
είναι η διερεύνηση της γεωμορφικής επιδείνωσης του
ελαστικού φάσματος απόκρισης στην επιφάνεια ιδεατής 2Δ
συμμετρικής εδαφικής λεκάνης τραπεζοειδούς διατομής και
οριζόντιας τοπογραφίας. Για το σκοπό αυτό
χρησιμοποιήθηκαν τρείς γεωμετρίες κοιλάδων, από πολύ
στενές έως μακρόστενες, και δέκα πραγματικές σεισμικές
διεγέρσεις, αυτές των Coyote Lake (1979), Κεφαλονιά
(1983), Kobe (1995), Λευκάδα (2003), Loma Prieta (1989),
Northridge (1994), Northridge 265 (1994), Parkfield
(2004), Πύργος (1993) και Σεπόλια (1999), εισερχόμενες
με μορφή κατακόρυφα πολωμένων διατμητικών κυμάτων SV.
Ύστερα από την μελέτη της τυπικής συμπεριφοράς της
γεωμορφικής επιδείνωσης του ελαστικού φάσματος απόκρισης
σε όρους γεωγραφικής θέσης και περιόδων κατασκευής
εμφάνισης σημαντικών ενισχύσεων γίνεται προσπάθεια
εκτίμησης των σημαντικών παραμέτρων του προβλήματος μέσω
κριτικής αξιολόγησης υπαρχόντων μεθοδολογιών από την
βιβλιογραφία. Στο τέλος προτείνονται προσεγγιστικοί
συντελεστές που ακολουθούν γεωγραφική διαφοροποίηση κατά
πλάτος της κοιλάδας και επιδρούν στα ελαστικό φάσμα
απόκρισης υπό 1Δ συνθήκες απόκρισης ώστε να εισαχθεί η
επίδραση των γεωμετρικών και μηχανικών χαρακτηριστικών
της κοιλάδας στους υπολογισμούς. Με βάση τα παραπάνω
πιστεύεται ότι τα συμπεράσματα που θα προκύψουν από την
συγκεκριμένη εργασία θα τύχουν γενικότερης εφαρμογής για
την προσεγγιστική εκτίμηση της γεωμορφικής επιδείνωσης
του ελαστικού φάσματος απόκρισης και σε πραγματικές
περιπτώσεις λεκανών που δεν εμφανίζουν την απλουστευμένη
γεωμετρία και τις ιδιότητες που υιοθετήθηκαν για την
μελέτη του προβλήματος.