Η παρούσα μεταπτυχιακή
εργασία έχει ως αντικείμενο την αποτίμηση μίας
πολυώροφης υφιστάμενης κατασκευής οπλισμένου
σκυροδέματος. Το υπό μελέτη κτήριο αποτελεί το δεύτερο
ψηλότερο κτήριο της χώρας και είναι είκοσι δύο ορόφων
στην περιοχή του Πειραιά και ανεγέρθηκε το 1974. Τα
φέροντα δομικά στοιχεία του κτηρίου είναι από οπλισμένο
σκυρόδεμα και κατασκευάσθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις
του Κανονισμού Οπλισμένου Σκυροδέματος (1954) και του
Αντισεισμικού Κανονισμού (1959). Ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό του κτηρίου είναι ότι εδράζεται επί
ελαστομεταλλικών εφεδράνων. Η αποτίμηση της φέρουσας
ικανότητας της κατασκευής πραγματοποιήθηκε μέσω
ελαστικών αναλύσεων, καθώς κατά κύριο λόγο το κτήριο
παρουσιάζει ελαστική συμπεριφορά. Στόχος της εργασίας
είναι να διερευνηθεί κατ’ αρχάς η στατική επάρκεια της
κατασκευής, και μετέπειτα να διερευνηθεί η επίδραση της
μόνωσης στην κατασκευή σε σχέση με το πακτωμένο
προσομοίωμα, οι αλλαγές που προκαλεί η διαφορετική
στάθμη προσομοίωσης των εφεδράνων ανωδομή και τέλος να
γίνει μια σύγκριση της φασματικής ανάλυσης με την
ανάλυση χρονοϊστορίας. Πιο συγκεκριμένα: Στο πρώτο
κεφάλαιο παρουσιάζεται το αντικείμενο της παρούσας
διπλωματικής και γίνεται παράλληλα μια εισαγωγή κάποιων
βασικών εννοιών. Επιπλέον, παρατίθενται κάποια
εισαγωγικά στοιχεία για την υπό εξέταση κατασκευή.
Στο δεύτερο κεφάλαιο
περιγράφονται κάποια βασικά σημεία της τεχνικής της
αποτίμησης, καθώς και ορισμένων διαδικασιών που
προβλέπει ο Κανονισμός Επεμβάσεων (ΚΑΝΕΠΕ).
Στο τρίτο κεφάλαιο
παρατίθεται το απαραίτητο θεωρητικό υπόβαθρο του
αντισεισμικού σχεδιασμού στο οποίο βασίζεται η παρούσα
διπλωματική. Γίνεται μία περιγραφή βασικών εννοιών της
σεισμολογίας και της δυναμικής των κατασκευών. Ακόμη
παρουσιάζονται οι σύγχρονες μέθοδοι σεισμικής αποτίμησης
των κατασκευών. Τέλος, γίνεται μια σύντομη αναφορά σε
βασικές θεωρητικές έννοιες που διέπουν το φαινόμενο του
κοντινού πεδίου.
Στο τέταρτο κεφάλαιο
εισάγεται η έννοια της σεισμικής μόνωσης στις
κατασκευές. Παρατίθεται το θεωρητικό υπόβαθρο και
παρουσιάζονται οι εναλλακτικοί τρόποι για την εφαρμογή
της στις κατασκευές. Ακόμα, γίνεται μια βιβλιογραφική
ανασκόπηση για την επίδραση της σεισμικής μόνωσης στα
ψηλά κτήρια. Τέλος, γίνεται αναφορά στους κανονισμούς
που διέπουν τη σεισμική μόνωση.
Στο πέμπτο κεφάλαιο
παρουσιάζεται η αποτιμώμενη υφιστάμενη κατασκευή
(ιδιότητες υλικών, σχέδια, φορτία μελέτης, κλπ) και
περιγράφεται με λεπτομέρεια η πορεία δημιουργίας του
προσομοιώματος στο λογισμικό SAP2000 και παρατίθενται οι
ελαστικές μέθοδοι ανάλυσης που χρησιμοποιήθηκαν στο
προσομοίωμα. Περιγράφεται η διαδικασία εισαγωγής αλλά
και τα αποτελέσματα της δυναμικής φασματικής μεθόδου για
την οποία χρησιμοποιείται το φάσμα του Ευρωκώδικα 8,
καθώς και το φάσμα κοντινού πεδίου που δημιουργήθηκε με
βάση τα χαρακτηριστικά από το ρήγμα του Αργοσαρωνικού.
Στη συνέχεια εφαρμόζεται ιδιομορφική ανάλυση
χρονοϊστορίας για τεχνητά επιταχυνσιογρα-φήματα που
κατασκευάστηκαν με βάση το φάσμα του EC8.
Στο έκτο κεφάλαιο
παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της αποτίμησης των
προσομοιωμάτων. Αρχικά παρουσιάζονται τα αποτελέσματα
της ιδιομορφικής ανάλυσης. Για τις αναλύσεις προκύπτουν
οι συντελεστές ανεπάρκειας σε κάμψη για τα γραμμικά
στοιχεία των προσομοιωμάτων. Επίσης, για τα κατακόρυφα
γραμμικά στοιχεία, υπολογίζονται οι συντελεστές
ανεπάρκειας σε διάτμηση, με την τέμνουσα αντοχής να
υπολογίζεται με βάση τον Ελληνικό Κανονισμό Ωπλισμένου
Σκυροδέματος (ΕΚΩΣ). Ιδιαίτερα, για τον πυρήνα
υπολογίζονται οι ροπές καθ' ύψος, και η επάρκεια του σε
κάμψη και το ίδιο γίνεται και για την τέμνουσα καθ'
ύψος, πάλι με την τέμνουσα αντοχής να υπολογίζεται από
τον ΕΚΩΣ. Συγκρίνονται, λοιπόν τα αποτελέσματα των
προσομοιωμάτων, αλλά και η φασματική ανάλυση με την
ανάλυση χρονοϊστορίας. Τέλος, γίνεται μια προσπάθεια να
διερευνηθεί αν ικανοποιούνται τα όρια που θέτουν οι
κανονισμοί για τις σχετικές μετακινήσεις και τις
επιταχύνσεις ορόφων και τις μετακινήσεις εφεδράνων.
Στο τελευταίο κεφάλαιο
εξάγονται τα κυριότερα συμπεράσματα για την επάρκεια της
υφιστάμενης κατασκευής.