Οι εδαφικές κινήσεις κοντινού
πεδίου αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία εδαφικών
διεγέρσεων, που έχουν απασχολήσει σοβαρά του μελετητές,
αφού επηρεάζουν σημαντικά τα έργα πολιτικού μηχανικού.
Πρόκειται για σεισμικές καταγραφές που εμφανίζουν έναν
σημαντικό παλμό στη χρονοϊστορία ταχυτήτων, διότι τα
χαρακτηριστικά τους επηρεάζονται από το μηχανισμό
διάρρηξης και από τα φαινόμενα κατευθυντικότητας.
Στη παρούσα εργασία μελετάται η
εκτίμηση της σύγκλιση των μετακινήσεων οροφής και των
σχετικών μετακινήσεων των ορόφων όταν υποβάλλονται σε
παλμικές διεγέρσεις με το ίδιο ενεργειακό περιεχόμενο.
Στο πλαίσιο αυτό, επιλέχθηκαν 14 καταγραφές της βάσης
δεδομένων NGA (Next Generation Attenuation), που
χαρακτηρίστηκαν από τον Baker (2007) ως παλμικές, καθώς
και 3 επιπλέον παλμικές καταγραφές από το σεισμό της
Norcia στην Ιταλία το 2016.
Για κάθε μία από τις καταγραφές
αυτές, δημιουργήθηκαν επτά τεχνητά επιταχυνσιογραφήματα
συμβατά με την αρχική καταγραφή. Για την εξαγωγή και την
προσομοίωση του παλμού επιλέχθηκαν η μέθοδος των
Mimoglou et al. (2014), η οποία βασίζεται στο μαθηματικό
μοντέλο κυματιδίου που προτάθηκε από τους Mavroeidis &
Papageorgiou (2003). Βασικό χαρακτηριστικό της μεθόδου
που ακολουθήθηκε είναι η θεώρηση του δείκτη δρώσας
εδαφικής ταχύτητας (effective peak velocity).
Στη συνέχεια εξετάστηκε η
απόκριση μιας οκταώροφης τοιχωματικής κατασκευής από
ωπλισμένο σκυρόδεμα μέσω μη-γραμμικών αναλύσεων
χρονοϊστορίας. Πιο συγκεκριμένα, η προσομοίωση έγινε με
το λογισμικό OpenSees και εξετάστηκε η μετακίνηση
οροφής, το interstorey drift όλων των ορόφων, καθώς και
η τέμνουσα βάσης. Συνολικά, προκύπτει ότι τα
αποτελέσματα της απόκρισης της κατασκευής της
πραγματικής καταγραφής βρίσκονται μέσα στο διάστημα
εμπιστοσύνης των αποτελεσμάτων των τεχνητών
επιταχυνσιογραφημάτων. Τέλος, η δρώσα εδαφική ταχύτητα
αποτελεί έναν ικανοποιητικό δείκτη για το εύρος και την
ένταση του υψίσυχνου τμήματος του μη σταθμισμένου
σήματος της καταγραφής , και παρουσιάζει μικρή
διακύμανση στις τιμές για τον ίδιο παλμό.