Σύμφωνα με τους σύγχρονους αντισεισμικούς
κανονισμούς, οι κατασκευές σχεδιάζονται έτσι ώστε να ανταποκρίνονται πέραν του
ελαστικού τους ορίου όταν υπόκεινται σε ισχυρή σεισμική δόνηση, με την
προϋπόθεση ότι εξασφαλίζεται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης. Αυτή η
διαδικασία σχεδιασμού εφαρμόζεται και στον αντισεισμικό σχεδιασμό των γεφυρών
(Εγκύκλιος 39, Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.) όπου η οριζόντια δύναμη σχεδιασμού των βάθρων
προκύπτει από τη διαίρεση των ελαστικών φορτίων σχεδιασμού με τον συντελεστή
συμπεριφοράς q. Ωστόσο, είναι αμφίβολο κατά πόσον η χρήση αυτών των τιμών για το
q είναι ασφαλής, όταν μεταξύ βάθρου και ανωδομής παρεμβάλλονται ελαστομεταλλικά
εφέδρανα. Η εγκύκλιος 39/1993 του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. περί αντισεισμικού σχεδιασμού των
γεφυρών επιβάλλει ελαστική ανάλυση του βάθρου (q=1), σε περίπτωση ύπαρξης
ελαστομεταλλικών εφεδράνων. Όσο αφορά τους σεισμικούς συνδέσμους λόγω της μη
γραμμικής τους απόκρισης δεν είναι άμεσα εφαρμόσιμη η φασματική μέθοδος. Η
εγκύκλιος 39/1993 προτείνει στο μοντέλο δυναμικής ανάλυσης να λαμβάνονται σαν
πλήρως ενεργοί. Ακόμα ένα άλλο ασαφές σημείο είναι ότι δεν είναι σίγουρο εάν η
χρήση σεισμικών συνδέσμων επιτρέπει q=1 ή μεγαλύτερο.
Η μελέτη αυτή
επικεντρώθηκε στο να διερευνήσει την συμπεριφορά
βάθρων-εφεδράνων που έχουν σχεδιαστεί για q>1 . Οπότε
επιλέχθηκε γέφυρα τριών ανοιγμάτων με δύο μεσόβαθρα και
αφού δημιουργήθηκε το κατάλληλο μοντέλο έγινε Χρονική
Δυναμική Ανάλυση με την βοήθεια του προγράμματος
DRAIN-2DX του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας και
υπολογίστηκαν οι απαιτούμενες πλαστιμότητες. Οι
παραμετρικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν για διάφορες
τιμές του συντελεστή συμπεριφοράς μεγαλύτερες της
μονάδος, για διαφορετικές ακαμψίες των εφεδράνων, για
ισοϋψή και ανισοϋψή βάθρα και για διάφορα διάκενα των
σεισμικών συνδέσμων (stoppers).