Αντικείμενο
της παρούσας μεταπτυχιακής διπλωματικής
εργασίας , είναι η προσπάθεια ερμηνείας
της εμφάνισης και ανάπτυξης των λεγόμενων
«φαινομένων κλίμακας» σε φορείς
ωπλισμένου σκυροδέματος . Η προσέγγιση των
φαινομένων παρουσιάζεται τόσο από
θεωρητικής πλευράς όσο και από πρακτικής,
προσπαθώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να
παρασχεθεί μια ολοκληρωμένη εικόνα προς
εκτίμηση της υπάρχουσας σήμερα κατάστασης
.
Στο
πρώτο κεφάλαιο της εργασίας, παρατίθεται
μια μικρή εισαγωγή , όπου παρακολουθούμε
εν συντόμω, τα βασικά σημεία στην ιστορική
εξέλιξη της θεωρίας του ωπλισμένου
σκυροδέματος , για να έλθουμε στη
συνέχεια στις σημερινές απόψεις και τις
κυριότερες προσπάθειες μετεξέλιξής τους .
Με
κεντρικό σημείο τα φαινόμενα κλίμακας, οι
προσπάθειες αυτές φαίνεται να είναι δύο
ειδών : μια υπό κατάστρωση θραυστομηχανική
θεώρηση του αντικειμένου , όπου η
ερμηνεία των φαινομένων κλίμακας
πραγματοποιείται μέσω ουσιαστικά
ενεργειακών μεθόδων, και μία ήδη
υπάρχουσα θεώρηση των ερευνητών Kotsovos
– Pavlovic
, όπου η προσέγγιση των φαινομένων
πραγματοποιείται μέσω πρότασης αποδοχής
ενός βελτιωμένου υλικού μοντέλου και
συνεπακόλουθης εφαρμογής του , μέσω
πεπερασμένων στοιχείων . Η ουσία της
δεύτερης από αυτές της προσπάθειες έχει
ήδη αναπτυχθεί στην πτυχιακή διπλωματική
εργασία του γράφοντος, και για αυτό
στην παρούσα εργασία επιχειρείται,
στο δεύτερο κεφάλαιο, μια ικανοποιητική
ανάπτυξη των θραυστομηχανικών θεωρήσεων.
Στο κεφάλαιο αυτό παρέχεται , μια
σύντομη αιτιολόγηση των λόγων υιοθέτησης
θραυστομηχανικής αντίληψης για το
ωπλισμένο σκυρόδεμα και παρουσιάζονται
τόσο η διάρθρωση των γραμμικών θεωριών ,
όσο και των μη γραμμικών , όπου εκεί την
δεσπόζουσα θέση καταλαμβάνουν το μοντέλο
της ισοδύναμης ρηγμάτωσης των Bazant
et
al.
και το συνεκτικό μοντέλο της πλασματικής
ρηγμάτωσης του Hillerborg .
Τα δύο αυτά μοντέλα , αποτελούν σήμερα τον
κορμό της θραυστομηχανικής
προσπάθειας εξήγησης των φαινομένων,
και για αυτόν τον λόγο αποδόθηκαν κάπως
αναλυτικότερα σε σχέση με τα υπόλοιπα .
Εν
συνεχεία , στο τρίτο κεφάλαιο της εργασίας, αναλύονται ορισμένες δημοσιεύσεις
ερευνητών των φαινομένων κλίμακας , όπου
βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο
ερμηνεύονται και αξιολογούνται
πειραματικές διερευνήσεις διαφόρων
ειδών δοκών [ συνήθεις , κοντές
, και υψίκορμοι
δοκοί], καθώς και τα συμπεράσματα,
σχετικά με το πώς τα παρατηρούμενα
φαινόμενα κλίμακας θα πρέπει να
περιγραφούν . Η
γενική συνισταμένη στην οποία καταλήγουν
οι ερευνητές είναι ο νόμος του Bazant, βάσει του
οποίου προτείνεται μια ημι - εμπειρική
σχέση για να
αντικαταστήσει υπάρχουσες εμπειρικές
σχέσεις των Κανονισμών . Στο κεφάλαιο αυτό, δίνεται επίσης και η γενικότερη πρόταση
των ερευνητών που αφορά την αλλαγή
φιλοσοφίας των Κανονισμών σχετικά με το
θέμα της διάτμησης – πρόταση που δεν
φαίνεται να ξεφεύγει από το ημι-εμπειρικό
επίπεδο παρέμβασης .
Στο
επόμενο τέταρτο κεφάλαιο, διατυπώνονται
οι απόψεις των ερευνητών Kotsovos
– Pavlovic
επί του ζητήματος . Μια σύντομη περιγραφή
του υλικού μοντέλου παρουσιάζεται στο
πρώτο τμήμα του κεφαλαίου [ καθώς ,
αναλυτική ενασχόληση έχει
πραγματοποιηθεί στην πτυχιακή εργασία του
υποφαινόμενου ], και στο δεύτερο τμήμα του
κεφαλαίου , παρατίθενται τρεις σειρές
αναλυτικών επιλύσεων πλακών
και δοκών ωπλισμένου σκυροδέματος με
πεπερασμένα στοιχεία, βασισμένες στο
υλικό μοντέλο των ερευνητών , για
περιπτώσεις δομικών στοιχείων
επιλεγμένων από τη διεθνή πειραματική
βιβλιογραφία . Κατά την τρίτη σειρά
επιλύσεων μάλιστα , η επιλογή των
εξεταζόμενων δοκών λαμβάνεται από τις
υπάρχουσες στο 3ο κεφάλαιο
δημοσιεύσεις για βραχείες και υψίκορμες
δοκούς , έτσι ώστε να μπορέσει να δοθεί
στον αναγνώστη μια ad hoc συγκριτική ανάλυση
. Για κάθε σειρά επιλύσεων , αναπτύσσονται
επεξηγηματικές θεωρήσεις επί των
αποτελεσμάτων , και προτείνεται μέσω αυτών, μια εναλλακτική ερμηνεία των φαινομένων
κλίμακας . Σε αυτή , έμφαση δίδεται
περισσότερο στην σωστή προσομοίωση του
υλικού μοντέλου και λιγότερο στα
φαινόμενα κλίμακας αυτά κάθε αυτά .
Προτάσσεται έτσι σαφώς , η ανάγκη
ρεαλιστικής περιγραφής του σκυροδέματος,
και συνεπακολούθως , η προτεραιότητα στην
αναδιαμόρφωση του θεωρητικού υπόβαθρου
των Κανονισμών Ω.Σ., σε σχέση με τις
απόψεις των ερευνητών του
θραυστομηχανικού μοντέλου , όπου έμφαση
δίδεται στην βελτίωση του εμπειρικού
υπόβαθρου των Κανονισμών .
Στο
πέμπτο κεφάλαιο, τέλος, αναπτύσσονται
κάποια σχόλια και κρίσεις του γράφοντος
επάνω στο ζήτημα των φαινομένων κλίμακας,
ώστε να εξαχθούν κατ’αυτόν τον τρόπο τα
απαραίτητα για την επιτυχή ολοκλήρωση της
μεταπτυχιακής αυτής εργασίας,
συμπεράσματα .