Ο καταστροφικός σεισμός της 7ης
Σεπτέμβρη, 1999 είναι ο πρώτος στην ιστορία της Αθήνας
που συνέβη σε μια τόσο μικρή επικεντρική απόσταση (της
τάξεως των 18 Km) από το ιστορικό της κέντρο και
προκάλεσε τόσες απώλειες. Ενόργανες μετρήσεις της
ισχυρής σεισμικής κίνησης του εδάφους δεν υπήρξαν παρά
μόνο σε θέσεις εκτός της πλειόσειστης περιοχής. Σκοπός
της εργασίας αυτής είναι η αξιοποίηση των καταγραφών
που διατίθενται για την προσδιορισμό των παραμέτρων που
χαρακτηρίζουν την πηγή γένεσης του σεισμού, και την
εκτίμηση στην συνέχεια της ισχυρής σεισμικής εδαφικής
κίνησης σε διάφορες θέσεις μέσα στην πλειόσειστη περιοχή
που ενδιαφέρουν λόγω συγκέντρωσης των μεγαλύτερων
ζημιών.
Σε πρώτη φάση έγινε προσομοίωση
των διατιθέμενων καταγραφών του σεισμού με δύο
διαφορετικά μοντέλα: α) το μοντέλο της σεισμικής πηγής
που προϋποθέτει μεγάλη απόσταση από την πηγή και β) το
μοντέλο της πηγής πεπερασμένων διαστάσεων, το οποίο
αποτελεί επέκταση του πρώτου, για αποστάσεις κοντινές
προς την πηγή (σεισμικό ρήγμα).
Σε δεύτερη φάση γίνεται σύγκριση
των αποτελεσμάτων της προσομοίωσης για κάθε ένα μοντέλο
χωριστά και των πραγματικών στοιχείων στο πεδίο
συχνοτήτων (φάσματα απόκρισης). Μέσα από τη διαδικασία
αυτή, όπου επιπλέον εκτιμάται η αξιοπιστία των διαφόρων
καταγραφών και εντοπίζονται οι ενδείξεις αλληλεπίδρασης
εδάφους-κατασκευής, προκύπτουν οι παράμετροι που
χαρακτηρίζουν την πηγή γένεσης του σεισμού (διαφορετικές
για το κάθε μοντέλο).
Στην τελευταία φάση
χρησιμοποιούνται οι παράμετροι της πηγής για την
εκτίμηση της κίνησης του εδάφους στην πλειόσειστη
περιοχή με την μορφή επιταχυνσιογραφημάτων και φασμάτων
απόκρισης της επιτάχυνσης. Τα αποτελέσματα της εργασίας
αυτής θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να αποτιμηθεί
η συμπεριφορά διαφόρων δομημάτων που κατέρρευσαν ή
επέζησαν του σεισμού και βρίσκονταν στην επικεντρική
περιοχή αυτού.