Η παρούσα μεταπτυχιακή
εργασία πραγματεύεται την τροποποίηση των επιμέρους
συντελεστών ασφαλείας στην περίπτωση των υφιστάμενων
κατασκευών. Πιο συγκεκριμένα μελετώνται δύο μέθοδοι
επιμέρους συντελεστών ασφαλείας που προτείνονται από το
FIB BULLETIN 80, η Μέθοδος Τιμής Σχεδιασμού-Design Value
Method (DVM) και η Μέθοδος Επιμέρους Διορθωτικών
Συντελεστών-Adjusted Partial Factor Method (APFM). Οι
μέθοδοι αυτοί συγκρίνονται μεταξύ τους, με τους
συντελεστές του ΕΝ 1990 για νέες κατασκευές, καθώς και
με τους συντελεστές του ΚΑΝ.ΕΠΕ. για υφιστάμενες
κατασκευές. Επιπροσθέτως τα αποτελέσματα των μεθόδων
αυτών αντιπαραβάλλονται με αυτά που προκύπτουν από την
πιθανοτική μέθοδο Επιπέδου 2. Για το σκοπό αυτό
μελετώνται δύο πρακτικές εφαρμογές, σύμφωνα με όλες τις
μεθόδους και για διάφορες περιπτώσεις.
Στην παρούσα μεταπτυχιακή
διπλωματική εργασία επιλύθηκαν δύο εφαρμογές με τις
μεθόδους DVM,APFM, ΕΝ 1990, ΚΑΝ.ΕΠΕ. και με τη μέθοδο
επιπέδου 2 και συγκρίθηκαν τα αποτελέσματα που
προέκυψαν. Συγκεκριμένα στην πρώτη εφαρμογή υπολογίζεται
ο δείκτης αξιοπιστίας σε μια υφιστάμενη δοκό από
οπλισμένο σκυρόδεμα, ανάλογα με το ποσοστό του κινητού
φορτίου που της επιβάλλεται. Στη δεύτερη εφαρμογή
υπολογίζεται το μέγιστο φορτίο που μπορεί να αναληφθεί
από μια υφιστάμενη δοκό οπλισμένου σκυροδέματος
συναρτήσει του δείκτη αξιοπιστίας και της απομένουσας
διάρκειας ζωής του έργου, δηλαδή της περιόδου
επαναφοράς.
Συμπερασματικά, και οι δύο
μέθοδοι υπολογίζουν τους επιμέρους συντελεστές γm και γg
με παρόμοιο τρόπο, ενώ διαφέρουν ελαφρώς στην προσέγγιση
του γRd, γEd και κυρίως του γq. Η μέθοδος DVM προτείνει
τον υπολογισμό των επιμέρους συντελεστών με μια
διαδικασία που βασίζεται στη μέθοδο του επιπέδου ΙΙ με
σταθερούς συντελεστές ευαισθησίας, σύμφωνα με τον ΕΝ
1990:2002 και το ISO 2394:2015. Επιπλέον λαμβάνονται
υπόψη δεδομένα, όπως οι συντελεστές μεταβλητότητας ή οι
ετήσιες πιθανότητες υπέρβασης για τις μεταβλητές
δράσεις.
Η μέθοδος DVM συμπεριλαμβάνει
περισσότερες πληροφορίες για την κατασκευή, και έτσι
δίνει τη δυνατότητα να επιλεγεί με μεγαλύτερη ακρίβεια
το στοχευόμενο επίπεδο αξιοπιστίας. Οι επιμέρους
συντελεστές ασφαλείας που προκύπτουν από τη μέθοδο
μπορεί να είναι αρκετά διαφορετικοί από αυτούς του
Ευρωκώδικα για το σχεδιασμό των νέων κατασκευών αν
λαμβάνονται υπόψη επιπλέον χαρακτηριστικά για τα
δεδομένα, λ.χ. αν γίνονται επιπλέον μετρήσεις στην
κατασκευή ή έρευνα για τα υλικά. Εναλλακτικά, μπορούν να
εφαρμοστούν πιθανοτικά μοντέλα για τα χαρακτηριστικά της
κατασκευής.
Η μέθοδος APFM τείνει να
είναι μια πιο καλή προσέγγιση για τις πρακτικές
εφαρμογές, γιατί είναι πιο αντικειμενική, και δεν
απαιτεί πολλές πληροφορίες για την κατασκευή. Βέβαια, τα
δεδομένα θα πρέπει να επιλέγονται με προσοχή ώστε να
είναι συμβατά με τον Ευρωκώδικα. Λόγω των προσεγγίσεων
που υιοθετούνται στην APFM, αυτή η μέθοδος συχνά οδηγεί
σε πιο συντηρητικές τιμές από τη DVM. Η μέθοδος APFM
δίνει τη δυνατότητα να λαμβάνονται υπόψη διαφορετικά
τιμές ως δεδομένα-παραδοχές, όπως το στοχευόμενο επίπεδο
αξιοπιστίας ή η περίοδος επαναφοράς, σε σχέση με τις
παραδοχές για το σχεδιασμό των νέων κατασκευών που
λαμβάνονται στον Ευρωκώδικα. Είναι εύκολη στη χρήση,
σαφής και πλήρως συμβατή με τις τιμές του Ευρωκώδικα.