Στην παρούσα εργασία γίνεται
αναφορά στις μεθόδους παραγωγής επιταχυνσιογραφημάτων,
και συγκεκριμένα στα τεχνητά επιταχυνσιογραφήματα.
Αναλυτικότερα, μελετώνται τρεις διαφορετικές μέθοδοι που
έχουν προταθεί στην βιβλιογραφία, και συγκρίνονται τα
αποτελέσματά τους, μέσω της χρήσης ενός λογισμικού
εργαλείου που αναπτύχθηκε για τον σκοπό αυτό.
Αρχικά, το κεφάλαιο 1
περιλαμβάνει το κίνητρο της παρούσης εργασίας, και
συγκεντρώνεται το σύνολο της βιβλιογραφίας που
χρησιμοποιήθηκε σε όλα τα στάδια συγγραφής της.
Έπειτα, στο κεφάλαιο 2,
παρουσιάζεται το πλαίσιο του EC8 για την χρήση των
επιταχυνσιογραφημάτων στην ανάλυση των κατασκευών και εν
συνεχεία ερευνώνται οι διάφορες μέθοδοι που έχουν
προταθεί στην βιβλιογραφία (τεχνητά, συνθετικά και
προσαρμογή πραγματικών επιταχυνσιογραφημάτων) και
γίνεται μια σύντομη μελέτη τους.
Στο κεφάλαιο 3 επιλέγονται
τρεις διαφορετικές μέθοδοι, (1. Προσαρμογή πραγματικών
επιταχυνσιογραφημάτων, 2. Στοχαστικά, στάσιμα, τεχνητά
επιταχυνσιογραφήματα, 3. Στοχαστικά πλήρως μη στάσιμα
τεχνητά επιταχυνσιογραφήματα), και μελετάται το
θεωρητικό τους υπόβαθρο και η αλγοριθμική τους
διαδικασία.
Στο κεφάλαιο 4 παρουσιάζεται
το λογισμικό που αναπτύχθηκε για την εφαρμογή των
μεθόδων παραγωγής επιταχυνσιογραφημάτων σε γλώσσα
προγραμματισμού Python. Εκεί αναλύεται η γενική
φιλοσοφία του προγράμματος, ενώ γίνεται ειδική μνεία
στην ρουτίνα Auto-read
για την αυτόματη αναγνώριση σεισμικών καταγραφών σε
μορφή αρχείου κειμένου. Ακόμα, παρουσιάζεται το γραφικό
περιβάλλον της εφαρμογής μέσα από την φυσική ροή του
προγράμματος.
Στο κεφάλαιο 5 γίνεται η
σύγκριση των υπό μελέτη μεθόδων μέσω ενός κοινού
παραδείγματος. Επιλέγεται ως στόχος ένα κοινό φάσμα
απόκρισης του EC8 και ως μητρική καταγραφή τα δεδομένα
από τον σεισμό της Αθήνας στις 13/9/1986. Έπειτα,
αντιπαραβάλλονται τα αποτελέσματά τους για 1, 5 και 20
αριθμούς επαναλήψεων. Συγκεκριμένα, εξετάζονται η
συμβατότητα με το φάσμα στόχου, ο τρόπος σύγκλισης της
επαναληπτικής διαδικασίας καθώς και τα ποιοτικά
χαρακτηριστικά των χρονοϊστοριών τους. Η σύγκριση
ολοκληρώνεται με την ανάλυση του τρόπου κατανομής της
ενέργειας στον χρόνο (μέσω των διαγραμμάτων Arias
intensity) καθώς και των μέτρων ποσοτικοποίησης της
σχετικής τους καταστρεπτικότητας (max Arias intensity
και Housner intensity).
Τέλος, στο κεφάλαιο 6,
συνοψίζονται τα συμπεράσματα που προέκυψαν για κάθε
μέθοδο κατά την ολοκλήρωση της παρούσης εργασίας.