Οι προκατασκευασμένες
γέφυρες, ο καινοτόμος σχεδιασμός για τα τότε
δεδομένα, η ευκολία εφαρμογής, η ταχύτητα
διεκπεραίωσης και η αξιοθαύμαστη λειτουργικότητα
συνετέλεσε στην αξιοπρόσεκτη ιστορική πορεία τους. Η
ευρεία χρήση τους τοποθετείται στα μέσα του 20ου
αιώνα με εμβληματικό το παράδειγμα του στατικού
συστήματος Bailey σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, ενώ
παραδείγματα υλοποίησης τέτοιων φορέων υφίστανται
και επί του παρόντος σε καταστάσεις έκτακτης
ανάγκης. Ο αρχικός σχεδιασμός, καινοφανής συγκριτικά
με το θεωρητικό υπόβαθρο της σύγχρονης γεφυροποιίας,
προέβλεπε έναν περατό χρόνο ζωής, μικρότερο των
συνήθων κατασκευών, όμως ορισμένοι φορείς
συναντώνται σε λειτουργία και σήμερα. Πιθανή
απόρροια της επέκτασης ζωής και λειτουργίας των
γεφυρών Bailey, χωρίς την εποπτεία συντήρησης και τη
διενέργεια απαιτούμενων-κατάλληλων επεμβάσεων επί
του δομικού συστήματος, αποτελεί η στατική
ανεπάρκεια εξαιτίας του φαινομένου της κόπωσης,
ειδικά σε συνδυασμό με πιθανή διάβρωση μελών. Η
απουσία πληθώρας μελετών και πειραματικών δεδομένων
συνυφασμένες με τις σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους
και νόρμες, κεντρίζουν το ερευνητικό ενδιαφέρον τα
τελευταία χρόνια για την κατανόηση της δυναμικής
απόκρισης της γέφυρας Bailey σε δυναμική,
επαναληπτικής φύσεως, καταπόνηση. Επιπρόσθετα ο
πλούτος αβεβαιοτήτων, συνυφασμένων με τις
συγκεκριμένες δομές και τον τρόπο κατασκευής τους,
αποτελεί τροχοπέδη για την υιοθέτηση ενός ισοδύναμου
στατικού συστήματος, Στο παρόν κομμάτι γίνεται
προσπάθεια ανεύρεσης πειραματικών δεδομένων και
συντελείται μετά από δοκιμές, όσον αφορά τον κρίσιμο
παράγοντα προσομοίωσης των διαφόρων συνδέσεων των
μελών, ένα καθολικό μοντέλο με ρεαλιστική στατική
και δυναμική συμπεριφορά σε ανάλογες καταστάσεις.
Εντοπίζονται σημεία του φορέα με εκτεταμένη
καταπόνηση συγκριτικά με τα άλλα, όπως ο κόμβος
σύνδεσης πλαισίων, και συγκρίνονται με υφιστάμενες
βιβλιογραφικές μελέτες. Η εγγενής μη γραμμικότητα
του ζητήματος λόγω της επαφής επιφανειών στον κόμβο
σύνδεσης, η ανάγκη πραγμάτωσης πυκνού πλέγματος
πεπερασμένων στοιχείων, επιφανειακών και
τρισδιάστατων, όπως επίσης και η ανάγκη μελέτης της
μη γραμμικότητας του υλικού, αυξάνουν εκθετικά το
υπολογιστικό κόστος των αναλύσεων, και έρχονται σε
σύγκρουση με μια εξαιρετικά ρεαλιστική απόδοση του
κόμβου σύνδεσης. Υιοθετείται έτσι η μόρφωση ενός
κατάλληλου υπομοντέλου με επαρκείς λεπτομέρειες να
εισάγονται προς το πέρας της κείμενης εργασίας, ενώ
παράλληλα μελετάται εκτεταμένα η επιβολή συνοριακών
συνθηκών, τόσο στα άκρα του όσο και στα ενδιάμεσα
σημεία στα οποία συντρέχουν εξωτερικά μέλη. Για
λόγους σύγκρισης και πληρότητας διενεργείται
δυναμική ανάλυση για διέλευση οχήματος σε ένα
καθολικό προσομοίωμα της γέφυρα γραμμικών
πεπερασμένων στοιχείων, με το υπομοντέλο να
υπεισέρχεται στην αντίστοιχη περιοχή, και
παρατηρούνται συγκλίσεις και πιθανές αποκλίσεις με
τα διάφορα υπομοντέλα στην προσπάθεια να μειωθεί σε
μελλοντικές μελέτες ο κρίσιμος παράγοντας των
υπολογιστικών διαδικασιών. Έπειτα από την επικύρωση
των αποτελεσμάτων υπολογίζονται οι κύκλοι κόπωσης,
σύμφωνα με το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο έως την
αστοχία σημείων του κόμβου, ενώ διενεργείται εκ νέου
συγκριτική ανάλυση με τα πειραματικά δεδομένα.