Το ελληνικό θεσμικό πλαίσιο,
που αντιστοιχεί στη σεισμική αποτίμηση και
ανασχεδιασμό των υφιστάμενων κατασκευών, αποτελείται
από πληθώρα ελέγχων και διατάξεων, λόγω της
εκτεταμένης και κρίσιμης εφαρμογής του επί του
φθίνοντος κτιριακού δυναμικού. Η εφαρμογή του
συνόλου των προσεισμικών ελέγχων, εμβαθύνοντας στον
Τριτοβάθμιο, και ο ανασχεδιασμός υφιστάμενης
τετραώροφης κατασκευής του 1960, αποτελεί το
αντικείμενο της παρούσας μεταπτυχιακής εργασίας.
Αρχικά διενεργείται ο
Πρωτοβάθμιος προσεισμικός έλεγχος (Ταχύς Οπτικός
Έλεγχος), με σκοπό την κατάταξη του κτιρίου σε κατηγορία
προτεραιότητας περαιτέρω ελέγχου. Εν συνεχεία,
διενεργείται ο Δευτεροβάθμιος προσεισμικός έλεγχος, μέσω
δύο διαφορετικών μεθόδων, με σκοπό τον καθορισμό της
κρισιμότητας διεξαγωγής Τριτοβάθμιου προσεισμικού
ελέγχου επί της κατασκευής. Τέλος, η σεισμική αποτίμηση
του κτιρίου ολοκληρώνεται μέσω του αναλυτικού
Τριτοβάθμιου προσεισμικού ελέγχου, βάσει τριών
διαφορετικών μεθόδων ανάλυσης, όπως περιγράφονται στον
Κανονισμό Επεμβάσεων.
Ο πλήρης ανασχεδιασμός του
κτιρίου διεξάγεται για το σύνολο των μεθόδων που
εξετάζονται στο στάδιο της αποτίμησης και συνοδεύεται
από αντίστοιχη κοστολόγηση των προτεινόμενων μέτρων
ενίσχυσης. Ύστερα από το πέρας της αποτίμησης και του
ανασχεδιασμού του κτιρίου, γίνεται σύγκριση των
αποτελεσμάτων που προέκυψαν από τις διαφορετικές
μεθόδους ανάλυσης, σε επίπεδο αναλυτικών αποτελεσμάτων,
προτεινόμενων ενισχύσεων και οικονομικού κόστους
εφαρμογής τους.
Συνοψίζοντας, εξάγεται το
συμπέρασμα ότι βάσει της επιλεγόμενης μεθόδου αποτίμησης
και ανασχεδιασμού διαφοροποιούνται σε σημαντικό βαθμό τα
αναλυτικά αποτελέσματα και κατά συνέπεια οι απαιτήσεις
μέτρων ενίσχυσης και οικονομικού κόστους. Συνεπώς, η
κατάλληλη επιλογή μεθόδου, σε συνάρτηση με τις
ιδιαιτερότητες της εκάστοτε εξεταζόμενης περίπτωσης,
κρίνεται ουσιώδης και κομβικού χαρακτήρα.