Οι κατασκευές Ο/Σ, σύμφωνα
με τους σύγχρονους αντισεισμικούς κανονισμούς,
σχεδιάζονται για μικρό βαθμό επισκευάσιμων βλαβών
για τον σεισμό σχεδιασμού (με πιθανότητα υπέρβασης
10% σε 50 χρόνια), μέσω πλέγματος διατάξεων που
αφορούν την αντοχή και την πλαστιμότητά τους. Η
σεισμική μόνωση αποτελεί μία εναλλακτική μέθοδο
σχεδιασμού όπου η κατασκευή αναμένεται να παραμείνει
εν γένει ελαστική κατά τον σεισμό σχεδιασμού με τη
χρήση εφεδράνων μεταξύ της ανωδομής και της
θεμελίωσης.
Δεδομένου του μεγαλύτερου
αρχικού κόστους κατασκευής των σεισμικά μονωμένων
κτιρίων, το οποίο βαίνει μειούμενο, αντικείμενο αυτής
της μεταπτυχιακής διπλωματικής εργασίας είναι η σύγκριση
της σεισμικής συμπεριφοράς σε όρους κόστους-οφέλους στον
κύκλο ζωής του έργου για την περίπτωση ενός νέου
πολυώροφου κτιρίου συνήθους σπουδαιότητας. Το κτίριο
σχεδιάζεται τόσο συμβατικά όσο και με χρήση συστήματος
σεισμικής μόνωσης. Ακολούθως, εκτιμώνται οι δομικές
βλάβες για σεισμική ένταση που αντιστοιχεί στον σεισμό
σχεδιασμού καθώς και σε επιμέρους πραγματικές σεισμικές
δράσεις που μπορεί να συμβούν κατά τη διάρκεια ζωής του
έργου.
Για την επιτέλεση των
αριθμητικών αναλύσεων χρησιμοποιήθηκαν δύο τεχνικά
λογισμικά 3DR-STRAD για τον αρχικό σχεδιασμό του
συμβατικά σχεδιασμένου κτιρίου και SeismoStruct για τον
σχεδιασμό του σεισμικά μονωμένου) και διαφορετικά είδη
ανάλυσης: δυναμική φασματική και ανελαστική δυναμική
ανάλυση χρονοϊστορίας για κατάλληλα επιλεγμένες
σεισμικές κινήσεις με βάση το φάσμα σχεδιασμού
επιταχύνσεων του σεισμικά μονωμένου κτίριου.
Τα αποτελέσματα αναδεικνύουν σε
ορίζοντα πλήρους κύκλου ζωής του έργου, σε ποιο βαθμό η
σεισμική μόνωση αποτελεί μια ανταγωνιστική μέθοδο
σχεδιασμού κτιρίων ακόμη και για περιπτώσεις κατασκευών
συνήθους σπουδαιότητας.